Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

crying jag


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο crying παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: jag
Σε αυτή τη σελίδα: crying, cry

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crying n uncountable (tears, act of weeping)κλάμα ουσ ουδ
 The baby's insistent crying woke up the dog.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crying adj US, informal, figurative (intensifier)αναθεματισμένος μτχ πρκ
 He can't spend a crying dollar of his inheritance until he is 25.
crying adj dated, figurative (demanding attention) (μεταφορικά, συνήθως κακό)κραυγαλέος επίθ
 He considered it a crying scandal that the returning soldiers got so little assistance.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cry vi (weep)κλαίω ρ αμ
 She cried when her father died.
 Έκλαψε όταν πέθανε ο πατέρας της.
cry about [sth/sb] vi + prep (shed tears for)κλαίω για κτ/κπ ρ αμ + προθ
 The little boy was crying about being punished. What on earth are you crying about?
 Το μικρό αγόρι έκλαιγε γιατί το τιμώρησαν. Γιατί στο καλό κλαις;
cry about [sth/sb],
cry over [sth/sb]
vi + prep
figurative (mourn, lament) (μεταφορικά)κλαίω ρ αμ
  χύνω δάκρυα περίφρ
 There is no point in crying about a situation you cannot change.
 Δεν υπάρχει λόγος να κλαις για μια κατάσταση που δεν μπορείς να αλλάξεις.
cry vi (shout words)αναφωνώ ρ αμ
 "I'm exhausted!" she cried, collapsing onto the sofa.
 «Είμαι εξαντλημένη!» αναφώνησε, ενώ σωριάζονταν στον καναπέ.
cry vi (scream, wail)ουρλιάζω ρ αμ
 The prisoner cried in agony as he was tortured.
 Ο κρατούμενος ούρλιαζε απεγνωσμένα ενώ τον βασάνιζαν.
cry n (shout) (για κάτι)φωνή, κραυγή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ξεφωνητό ουσ ουδ
 You could hear the children's cries as they played.
 Ακούγονταν φωνές των παιδιών που έπαιζαν.
cry n often plural (appeal, call) (για κάτι)κραυγή, φωνή ουσ θηλ
  ξεφωνητό ουσ ουδ
  (ζητάω βοήθεια)κραυγή βοήθειας φρ ως ουσ θηλ
 You could hear the victim's cries from the next street as the attacker hit her.
 Ακούγονταν οι κραυγές του θύματος από τον διπλανό δρόμο καθώς της επιτέθηκε ο δράστης.
cry n (animal sound)ουρλιαχτό ουσ ουδ
 The cry of the loon is a frightening sound.
cry n (demand) (αίτημα, απαίτηση)φωνές ουσ θηλ πλ
 The cries of the voters for tax relief will influence the politicians.
 Οι φωνές των ψηφοφόρων για φοροαπαλλαγές θα ασκήσουν επιρροή στους πολιτικούς.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cry n informal (weeping)κλάμα ουσ ουδ
 I had a good cry at the end of that movie.
cry vi (animal: make sound)ουρλιάζω ρ αμ
  (σκύλος, λύκος κλπ)γρυλίζω ρ αμ
 When disturbed, the animal will cry mournfully to frighten the predators.
cry [sth] vtr (weep: tears) (δάκρυα)χύνω ρ μ
 The tears that she cried flowed down her face.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
cry | crying
ΑγγλικάΕλληνικά
cry [sb/sth] down,
cry down [sb/sth]
vtr phrasal sep
dated (disparage)δυσφημίζω ρ μ
  κακολογώ ρ μ
cry off vi phrasal informal (cancel, withdraw)ακυρώνω ρ αμ
  (υπόσχεση, συμφωνία)αθετώ ρ μ
  κάνω πίσω ρ αμ + επίρ
 He cried off at the last minute.
cry off [sth] vtr phrasal insep informal (cancel)ακυρώνω ρ μ
cry out vi phrasal (shout, yell)φωνάζω, κραυγάζω ρ αμ
 Laura cried out in pain when she twisted her ankle.
 Η Λόρα κραύγαζε από τον πόνο, όταν στραμπούλισε τον αστράγαλό της.
cry [sth] out,
cry out [sth]
vtr phrasal insep
(shout, yell)φωνάζω ρ μ
 The captain cried out the order for the soldiers to begin firing at the enemy.
 Ο λοχαγός φώναξε εντολές στους στρατιώτες για να ξεκινήσουν να ρίχνουν στον εχθρό.
cry out for [sb/sth] vtr phrasal insep (call aloud)φωνάζω ρ μ
 When the child was scared she would cry out for her mother.
cry out for [sth],
call out for [sth]
vtr phrasal insep
figurative (need)χρειάζομαι απελπισμένα κτ έκφρ
  έχω απόλυτη ανάγκη από κτ έκφρ
 The house was in poor condition and crying out for repair.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
crying | cry
ΑγγλικάΕλληνικά
burst out crying v expr (start weeping suddenly)ξεσπάω σε κλάματα έκφρ
  (καθομιλουμένη)μπήγω τα κλάματα έκφρ
bust out crying v expr US, informal (start weeping suddenly)βάζω τα κλάματα περίφρ
  (καθομιλουμένη)μπήγω τα κλάματα περίφρ
  ξεσπάω σε κλαματα περίφρ
it's no use crying over spilled milk (US),
it's no use crying over spilt milk (UK)
expr
figurative (Regret is pointless) (μεταφορικά)δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα έκφρ
 I know you're sad that you missed the concert, but it's no use crying over spilt milk.
a crying shame n informal ([sth] unfortunate) (καθομιλουμένη)κρίμα κι άδικο έκφρ
 It was a crying shame that her son's sporting career had to end when he injured his knee.
a crying shame n informal ([sth] shameful)ντροπή ουσ θηλ
crying wolf n figurative (creating a false alarm)σημαίνω συναγερμό αδικαιολόγητα περίφρ
  προκαλώ αναστάτωση αδικαιολόγητα περίφρ
  (μεταφορικά)γίνομαι ψεύτης βοσκός έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και αποδίδεται κατά περίπτωση.
for crying out loud interj (exasperation)για όνομα του θεού! έλεος! επιφ
 For crying out loud, how many times do I have to tell you to clean your room?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση crying jag στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «crying jag».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!